- συναμπίσχω
- Αβλ. συναμπέχω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek
συναμπέχω — και συναμπίσχω Α περιβάλλω, καλύπτω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀμπέχω «περιβάλλω, περικλείω, σκεπάζω»] … Dictionary of Greek